- περιτρηχής
- περιτρηχής, ές, [dialect] Ion. for *-τρᾱχής,A very rough, Numen. ap. Ath.7.315b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιτρηχής — ές, Α ιων. τ. πολύ τραχύς, σκληρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τρηχής (ιων. τ. αντί τραχύς)] … Dictionary of Greek
περιτρηχέα — περιτρηχής very rough neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περιτρηχής very rough masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)